γκρεμνίζω

γκρεμνίζω
βλ. γκρεμίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γκρεμίζω — και γκρεμνίζω (AM κρημνίζω) [κρημνός] ρίχνω κάποιον από γκρεμό, από ψηλό σημείο κάτω μσν. νεοελλ. 1. οδηγώ κάποιον σε ηθική κατάπτωση 2. πέφτω νεοελλ. Ι. 1. ρίχνω κάποιον στη δυστυχία 2. (για μονάρχη) εκθρονίζω, ανατρέπω 3. ταπεινώνω 4.… …   Dictionary of Greek

  • ξεγκρεμνίζω — (Μ) ρίχνω κάποιον στον γκρεμό, γκρεμοτσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + γκρεμνίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”